- μαϊστράλι
- τοβορειοδυτικός μέτριος ή και περισσότερο από μέτριος σε ένταση άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistral].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαϊστράλι — το ιού (λ. βενετ.), ελαφρός μαΐστρος: Τα μαλλιά της ανέμιζαν στο μαϊστράλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)